The Bible

 

Γένεση 20

Study

   

1 Και εκινησεν εκειθεν ο Αβρααμ εις την γην την προς μεσημβριαν, και κατωκησε μεταξυ Καδης και Σουρ· και παρωκησεν εν Γεραροις.

2 Και ειπεν ο Αβρααμ περι Σαρρας της γυναικος αυτου, Αδελφη μου ειναι. Εστειλε δε Αβιμελεχ ο βασιλευς των Γεραρων, και ελαβε την Σαρραν.

3 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Αβιμελεχ κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Ιδου, συ αποθνησκεις εξ αιτιας της γυναικος, την οποιαν ελαβες· διοτι ειναι νενυμφευμενη με ανδρα.

4 Ο δε Αβιμελεχ δεν ειχε πλησιασει εις αυτην· και ειπε, Κυριε, ηθελες φονευσει εθνος ετι και δικαιον;

5 δεν μοι ειπεν αυτος, Αδελφη μου ειναι; και αυτη παλιν, αυτη ειπεν, Αδελφος μου ειναι. Εν ευθυτητι της καρδιας μου και εν καθαροτητι των χειρων μου επραξα τουτο.

6 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος κατ' οναρ, Και εγω εγνωρισα οτι εν ευθυτητι της καρδιας σου επραξας τουτο· οθεν και εγω σε εμποδισα απο του να αμαρτησης εις εμε· δια τουτο δεν σε αφηκα να εγγισης αυτην·

7 τωρα λοιπον αποδος την γυναικα προς τον ανθρωπον, διοτι ειναι προφητης· και θελει προσευχηθη υπερ σου και θελεις ζησει· αλλ' εαν δεν αποδωσης αυτην, εξευρε οτι εξαπαντος θελεις αποθανει, συ και παντα οσα εχεις.

8 Σηκωθεις δε ο Αβιμελεχ ενωρις το πρωι, εκαλεσε παντας τους δουλους αυτου, και ελαλησε παντας τους λογους τουτους εις επηκοον αυτων· και εφοβηθησαν οι ανθρωποι σφοδρα.

9 Και εκαλεσεν ο Αβιμελεχ τον Αβρααμ και ειπε προς αυτον, Τι επραξας εις ημας; και τι αμαρτημα επραξα εις σε, ωστε επεφερες επ' εμε και επι το βασιλειον μου, αμαρτιαν μεγαλην; επραξας εις εμε πραγμα, το οποιον δεν επρεπε να πραχθη.

10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειδες, ωστε να πραξης το πραγμα τουτο;

11 Και ειπεν ο Αβρααμ, Επειδη εγω ειπον, Βεβαια δεν ειναι φοβος Θεου εν τω τοπω τουτω και θελουσι με φονευσει δια την γυναικα μου·

12 και ομως αληθως αδελφη μου ειναι, θυγατηρ του πατρος μου, αλλ' ουχι θυγατηρ της μητρος μου· και εγεινε γυνη μου.

13 και οτε με εκαμεν ο Θεος να εξελθω εκ του οικου του πατρος μου, ειπον προς αυτην, Ταυτην την χαριν θελεις καμει εις εμε· εις παντα τοπον οπου αν υπαγωμεν, λεγε περι εμου, Ουτος ειναι αδελφος μου.

14 Και ελαβεν ο Αβιμελεχ προβατα και βοας και δουλους και δουλας, και εδωκεν εις τον Αβρααμ, και απεδωκεν εις αυτον Σαρραν την γυναικα αυτου.

15 και ειπεν ο Αβιμελεχ, Ιδου, η γη μου εμπροσθεν σου. κατοικησον οπου σοι αρεσκει.

16 Και προς την Σαρραν ειπεν, Ιδου, εδωκα χιλια αργυρια εις τον αδελφον σου· ιδου, αυτος ειναι εις σε σκεπη των οφθαλμων προς παντας τους μετα σου και προς παντας τους αλλους. Ουτως αυτη επεπληχθη.

17 Προσηυχηθη δε ο Αβρααμ προς τον Θεον· και εθεραπευσεν ο Θεος τον Αβιμελεχ και την γυναικα αυτου και τας θεραπαινας αυτου, και ετεκνοποιησαν.

18 διοτι ο Κυριος ειχε κλεισει διολου πασαν μητραν εν τη οικια του Αβιμελεχ, εξ αιτιας Σαρρας της γυναικος του Αβρααμ.

   

From Swedenborg's Works

 

Arcana Coelestia #2586

Study this Passage

  
/ 10837  
  

2586. 'For Jehovah had completely closed every womb of Abimelech's house' means sterility, that is to say, of doctrine. This is clear from the meaning of 'completely closing the womb' as preventing conception itself, and from the meaning of 'Abimelech's house' as the good that belongs to the doctrine of faith, from which it is evident that sterility is meant. The reason why in this chapter the name 'God' is used up to this point, and 'Jehovah' for the first time now, is that 'God' is used when truth is the subject but 'Jehovah' when good is the subject. Doctrine is conceived wholly from good as the father, but birth is given to it through truth as the mother, as stated several times already. Here it is the conception of it that is dealt with, and because it is conceived from good the name 'Jehovah' is used; but above it is the birth of it that is dealt with, and because it is given birth through truth the name 'God' is used, as in the previous verse, 'God healed Abimelech, his wife, and his women servants, and they gave birth'.

[2] Similarly in other places in the Word where conception is referred to, as in Isaiah,

Jehovah has called me from the womb. Jehovah who formed me from the womb has said.... I will at that time be precious to Jehovah, and my God will be my strength. Isaiah 49:1, 5.

'Strength' has reference to truth and therefore 'God' is used. In the same prophet,

Thus said Jehovah, your Maker, and He who formed you from the womb. Isaiah 44:2, 24.

And elsewhere. For the same reason also the phrase 'Abimelech's house' is used, which means the good that belongs to the doctrine of faith. As regards 'a house' meaning good, see 2048, 2233, and 'Abimelech' the doctrine of faith, 2509, 2510. The statements that 'they gave birth' and 'the wombs of Abimelech's house were closed on account of Sarah', it is evident, hold a Divine arcanum within them, but this arcanum cannot possibly be disclosed except by means of the internal sense.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.