Ang Bibliya

 

Γένεση 23

pag-aaral

   

1 Και εζησεν η Σαρρα εκατον εικοσιεπτα ετη· ταυτα ειναι τα ετη της ζωης της Σαρρας.

2 Και απεθανεν η Σαρρα εν Κιριαθ-αρβα· αυτη ειναι η Χεβρων εν γη Χανααν· και ηλθεν ο Αβρααμ δια να κλαυση την Σαρραν και να πενθηση αυτην.

3 Και σηκωθεις ο Αβρααμ απ' εμπροσθεν του νεκρου αυτου, ελαλησε προς τους υιους του Χετ λεγων,

4 ξενος και παροικος ειμαι εγω μεταξυ σας· δοτε μοι κτημα ταφου μεταξυ σας, δια να θαψω τον νεκρον μου απ' εμπροσθεν μου.

5 Απεκριθησαν δε οι υιοι του Χετ προς τον Αβρααμ λεγοντες προς αυτον,

6 Ακουσον ημας, κυριε μου· συ εισαι μεταξυ ημων ηγεμων εκ Θεου· θαψον τον νεκρον σου εις το εκλεκτοτερον εκ των μνημειων ημων· ουδεις εξ ημων θελει αρνηθη το μνημειον αυτου προς σε, δια να θαψης τον νεκρον σου.

7 Τοτε σηκωθεις ο Αβρααμ προσεκυνησε προς τον λαον του τοπου, προς τους υιους του Χετ·

8 και ελαλησε προς αυτους λεγων, Εαν ευαρεστηται η ψυχη σας να θαψω τον νεκρον μου απ' εμπροσθεν μου, ακουσατε μου και μεσιτευσατε υπερ εμου προς τον Εφρων τον υιον του Σωαρ,

9 και ας μοι δωση το σπηλαιον αυτου Μαχπελαχ, το εν τη ακρα του αγρου αυτου· εις πληρη τιμην ας μοι δωση αυτο, δια κτημα ταφου μεταξυ σας.

10 Ο δε Εφρων εκαθητο εν τω μεσω των υιων του Χετ· και απεκριθη ο Εφρων ο Χετταιος προς τον Αβρααμ εις επηκοον των υιων του Χετ, παντων των εισερχομενων εις την πυλην της πολεως αυτου, λεγων,

11 Ουχι, κυριε μου, ακουσον μου· σοι διδω τον αγρον, σοι διδω και το σπηλαιον το εν αυτω· επι παρουσια των υιων του λαου μου διδω αυτα εις σε· θαψον τον νεκρον σου.

12 Και προσεκυνησεν ο Αβρααμ εμπροσθεν του λαου του τοπου·

13 και ειπε προς τον Εφρων εις επηκοον του λαου του τοπου λεγων, Εαν συ θελης, ακουσον μου, παρακαλω· θελω δωσει το αργυριον του αγρου· λαβε αυτο παρ' εμου, και θελω θαψει τον νεκρον μου εκει.

14 Ο δε Εφρων απεκριθη προς τον Αβρααμ, λεγων προς αυτον,

15 Ακουσον μου, κυριε μου· γη τετρακοσιων σικλων αργυριου, τι ειναι μεταξυ εμου και σου; θαψον λοιπον τον νεκρον σου.

16 Και ηκουσεν ο Αβρααμ τον Εφρων· και εζυγισεν ο Αβρααμ εις τον Εφρων το αργυριον, το οποιον ειπεν εις επηκοον των υιων του Χετ τετρακοσιους σικλους αργυριου, δεκτου μεταξυ εμπορων.

17 Και ο αγρος του Εφρων, οστις ητο εν Μαχπελαχ, εμπροσθεν της Μαμβρη, ο αγρος και το σπηλαιον το εν αυτω και παντα τα δενδρα τα εν τω αγρω και εν πασι τοις οριοις κυκλω, ησφαλισθησαν

18 εις τον Αβρααμ δια κτημα, ενωπιον των υιων του Χετ, ενωπιον παντων των εισερχομενων εις την πυλην της πολεως αυτου.

19 Και μετα ταυτα εθαψεν ο Αβρααμ Σαρραν την γυναικα αυτου εν τω σπηλαιω του αγρου Μαχπελαχ, εμπροσθεν της Μαμβρη· αυτη ειναι Χεβρων εν γη Χανααν.

20 Και ο αγρος και το σπηλαιον το εν αυτω, ησφαλισθησαν εις τον Αβρααμ δια κτημα ταφον παρα των υιων του Χετ.

   

Mula sa Mga gawa ni Swedenborg

 

Arcana Coelestia # 2935

Pag-aralan ang Sipi na ito

  
/ 10837  
  

2935. 'Let him give me the cave of Machpelah [which is his]' means the obscurity of faith [that was theirs]. This is clear from the meaning of 'a cave' as obscurity, dealt with in 2463, and from the meaning of 'Machpelah' as faith which is enveloped in obscurity. The reason 'a cave' means obscurity is that it is a place filled with darkness. When reference is made to a mountain cave - as in Genesis 19:30, where it is said that Lot lived in a mountain cave - obscurity as regards good is meant, but when reference is made to the cave in the field of Machpelah obscurity as regards truth is meant. Here, because the expression 'the cave of Machpelah' is used - Machpelah being the field at the end of which the cave was situated - an obscurity as regards truth, or what amounts to the same, as regards faith is meant. From this it is also evident that Machpelah is faith which is enveloped in obscurity.

[2] Those who are being regenerated and becoming spiritual are very much in obscurity as regards truth. With them good from the Lord is indeed flowing in, but truth less so. Consequently a parallelism and correspondence exists with man between the Lord and good, but not between Him and truth, see 1832. The chief reason for this is that men do not know what good is, and if they did know they would still not believe it at heart. And as long as their good is enveloped in obscurity, so too is their truth, for it is from good that all truth springs. Or to be more explicit, the idea that the Lord is Good itself, and that everything which in itself is a manifestation of love to Him and of charity towards the neighbour is good, and that everything which declares and confirms this is truth, they do not know except in an extremely obscure way. Indeed they even entertain doubts, and allow reasonings to enter in against those considerations. And as long as their state is such, the light of truth from the Lord cannot flow in. Indeed they think of the Lord as they do of another human being and not of Him as God; and they model their idea of love to Him on some worldly kind of love. What genuine affection that stems from charity towards the neighbour is they scarcely know at all, or even what charity is and what the neighbour is. Yet these are essentials. From this one may recognize the great obscurity in which spiritual people are and which is all the greater before regeneration has taken place, which state is the subject here.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.