Bible

 

Ιεζεκιήλ 38:11

Studie

       

11 και θελεις ειπει, Θελω αναβη εις γην πολεων ατειχιστων· θελω ελθει προς ησυχαζοντας, κατοικουντας εν ασφαλεια, παντας τουτους κατοικουντας πολεις ατειχιστους και μη εχουσας μοχλους και πυλας·

Bible

 

Ντάνιελ 10

Studie

   

1 Εν τω τριτω ετει του Κυρου, βασιλεως της Περσιας, απεκαλυφθη λογος εις τον Δανιηλ, του οποιου το ονομα εκληθη Βαλτασασαρ· και ο λογος ητο αληθινος και η δυναμις των λεγομενων μεγαλη· και κατελαβε τον λογον και εννοησε την οπτασιαν.

2 Εν ταις ημεραις εκειναις εγω ο Δανιηλ ημην πενθων τρεις ολοκληρους εβδομαδας.

3 Αρτον επιθυμητον δεν εφαγον και κρεας και οινος δεν εισηλθεν εις το στομα μου ουδε ηλειψα εμαυτον παντελως, μεχρι συμπληρωσεως τριων ολοκληρων εβδομαδων.

4 Και την εικοστην τεταρτην ημεραν του πρωτου μηνος, ενω ημην παρα την οχθην του μεγαλου ποταμου, οστις ειναι ο Τιγρις,

5 εσηκωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, εις ανθρωπος ενδεδυμενος λινα και αι οσφυες αυτου ησαν περιεζωσμεναι με χρυσιον καθαρον του Ουφαζ,

6 το δε σωμα αυτου ητο ως βηρυλλιον, και το προσωπον αυτου ως θεα αστραπης, και οι οφθαλμοι αυτου ως λαμπαδες πυρος, και οι βραχιονες αυτου και οι ποδες αυτου ως οψις χαλκου στιλβοντος, και η φωνη των λογων αυτου ως φωνη οχλου.

7 Και μονος εγω ο Δανιηλ ειδον την ορασιν· οι δε ανδρες οι οντες μετ' εμου δεν ειδον την ορασιν· αλλα τρομος μεγας επεπεσεν επ' αυτους και εφυγον δια να κρυφθωσιν.

8 Εγω λοιπον εμεινα μονος και ειδον την ορασιν την μεγαλην ταυτην, και δεν απεμεινεν ισχυς εν εμοι· και η ακμη μου μετεστραφη εν εμοι εις μαρασμον και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.

9 Ηκουσα ομως την φωνην των λογων αυτου· και ενω ηκουον την φωνην των λογων αυτου, εγω ημην βεβυθισμενος εις βαθυν υπνον επι προσωπον μου και το προσωπον μου επι την γην.

10 Και ιδου, χειρ με ηγγισε και με ηγειρεν επι τα γονατα μου και τας παλαμας των χειρων μου.

11 Και ειπε προς εμε, Δανιηλ, ανηρ σφοδρα αγαπητε, εννοησον τους λογους, τους οποιους εγω λαλω προς σε, και στηθι ορθος· διοτι προς σε απεσταλην τωρα. Και οτε ελαλησε προς εμε τον λογον τουτον, εσηκωθην εντρομος.

12 Και ειπε προς εμε, Μη φοβου, Δανιηλ· διοτι απο της πρωτης ημερας, καθ' ην εδωκας την καρδιαν σου εις το να εννοης και κακουχησαι ενωπιον του Θεου σου, εισηκουσθησαν οι λογοι σου και εγω ηλθον εις τους λογους σου.

13 Πλην ο αρχων της βασιλειας της Περσιας ανθιστατο εις εμε εικοσιμιαν ημεραν· αλλ' ιδου, ο Μιχαηλ, εις των πρωτων αρχοντων, ηλθε δια να μοι βοηθηση· και εγω εμεινα εκει πλησιον των βασιλεων της Περσιας.

14 Και ηλθον να σε καμω να καταλαβης τι θελει συμβη εις τον λαον σου εν ταις εσχαταις ημεραις· διοτι η ορασις ειναι ετι δια πολλας ημερας.

15 Και ενω ελαλει τοιουτους λογους προς εμε, εβαλον το προσωπον μου προς την γην και εγεινα αφωνος.

16 Και ιδου, ως θεα υιου ανθρωπου ηγγισε τα χειλη μου· τοτε ηνοιξα το στομα μου και ελαλησα και ειπον προς τον ισταμενον εμπροσθεν μου, Κυριε μου, εξ αιτιας της ορασεως συνεστραφησαν τα εντοσθια μου εν εμοι και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.

17 Και πως δυναται ο δουλος τουτου του κυριου μου να λαληση μετα του κυριου μου τουτου; εν εμοι βεβαιως απο του νυν δεν υπαρχει ουδεμια ισχυς αλλ' ουδε πνοη εμεινεν εν εμοι.

18 Και με ηγγισε παλιν ως θεα ανθρωπου και με ενισχυσε,

19 και ειπε, Μη φοβου, ανηρ σφοδρα αγαπητε· ειρηνη εις σε· ανδριζου και ισχυε. Και ενω ελαλει προς εμε, ενισχυθην και ειπον, Ας λαληση ο κυριος μου· διοτι με ενισχυσας.

20 Και ειπεν, Εξευρεις δια τι ηλθον προς σε; τωρα δε θελω επιστρεψει να πολεμησω μετα του αρχοντος της Περσιας· και οταν εξελθω, ιδου, ο αρχων της Ελλαδος θελει ελθει.

21 Πλην θελω σοι αναγγειλει το γεγραμμενον εν τη γραφη της αληθειας· και δεν ειναι ουδεις ο αγωνιζομενος μετ' εμου υπερ τουτων, ειμη Μιχαηλ ο αρχων υμων.

   

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 1691

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

1691. That 'a mountain' means self-love and love of the world becomes clear from the meaning of 'a mountain', dealt with immediately below. All evil and falsity arise from self-love and love of the world; they have no other origin. Indeed self-love and love of the world are the reverse of celestial and spiritual love. And being the reverse they are loves which endeavour all the time to destroy the celestial and spiritual things of God's kingdom. From self-love and love of the world all kinds of hatred arise, and from hatred all kinds of revenge and cruelty, and from both the former and the latter all kinds of deception, in short, all the hells.

[2] That 'mountains' in the Word means self-love and love of the world becomes clear from the following places: In Isaiah,

The eyes of man's (homo) loftiness will be humbled, and the height of men (homo) brought low; the day of Jehovah Zebaoth will be against everyone that is lofty and high, against all high mountains, and against all hills that are lifted up, and against every lofty tower. Isaiah 2:11-12, 14-15.

'High mountains' plainly stands for self-love, and 'hills that are lifted up' for love of the world.

[3] In the same prophet,

Every valley will be lifted up, and every mountain and hill made low. Isaiah 40:4.

This too plainly stands for self-love and love of the world. In the same prophet,

I will lay waste mountains and hills, and dry up every plant on them. Isaiah 42:15.

Here similarly 'mountains' stands for self-love, and 'hills' for love of the world. In Ezekiel,

The mountains will be overturned, and the terraced ridges will fall, and every wall will fall to the ground. Ezekiel 38:20.

[4] In Jeremiah,

Behold, I am against you, O destroying mountain, destroying the whole earth, and I will stretch out My hand against you and roll you down from the rocks and make you into a mountain of burning. Jeremiah 51:25.

This refers to Babel and Chaldea, which, as shown already, mean self-love and love of the world. In the Song of Moses,

A fire has flared up in My anger, and will burn right down to the lowest hell, and will devour the land and its increase, and will set on fire the foundations of the mountains. Deuteronomy 32:22.

'The foundations of the mountains' stands for the hells, as is explicitly stated. They are called 'the foundations of the mountains' because self-love and love of the world reign there and have their origin in them.

[5] In Jonah,

The waters surrounded me, even to my soul, the deep closed around me, seaweed was wrapped about my head. I went down to the bottoms of the mountains; the bars of the land were upon me for ever. Yet You brought up my life 1 from the pit, O Jehovah my God. Jonah 2:5-6.

The Lord's temptations against the hells are described in this prophetic manner by Jonah when in the stomach of the great fish, as also in other parts of the Word, especially in David. A person undergoing temptation is within the hells. Being in the hells is not at all a question of place but of state.

[6] Since 'mountains' and 'towers' mean self-love and love of the world, it may therefore become clear what is meant by the reference to the Lord being led by the devil on to a high mountain and on to the pinnacle of the temple, namely that He was led into conflicts that constitute temptations - the most extreme conflicts of all - against self-love and love of the world, that is, against the hells. Mountains are also used, as is usual, in the contrary sense; in that sense they mean celestial and spiritual love, as shown already in 795, 796.

Poznámky pod čarou:

1. literally, my lives

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.