Bible

 

Εξοδος πλήθους 17

Studie

   

1 Και εσηκωθη πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ εκ της ερημου Σιν, ακολουθουντες τας οδοιπορειας αυτων κατα την προσταγην του Κυριου, και εστρατοπεδευσαν εν Ραφιδειν· οπου δεν ητο υδωρ δια να πιη ο λαος.

2 Και ελοιδορει ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δος εις ημας υδωρ δια να πιωμεν. Και ειπε προς αυτους ο Μωυσης, Δια τι λοιδορειτε κατ' εμου; δια τι πειραζετε τον Κυριον;

3 Και εδιψησεν ο λαος εκει δια υδωρ· και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δια τι τουτο; ανεβιβασας ημας εξ Αιγυπτου, δια να θανατωσης ημας και τα τεκνα ημων και τα κτηνη ημων με την διψαν;

4 Και εβοησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, λεγων, Τι να καμω εις τουτον τον λαον; ολιγον λειπει να με λιθοβολησωσι.

5 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Διαβα εμπροσθεν του λαου, και λαβε μετα σεαυτου εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ· και την ραβδον, σου, με την οποιαν εκτυπησας τον ποταμον, λαβε εν τη χειρι σου και υπαγε·

6 ιδου, εγω θελω σταθη εκει εμπροσθεν σου επι της πετρας εν Χωρηβ, και θελεις κτυπησει την πετραν και θελει εξελθει υδωρ εξ αυτης δια να πιη ο λαος. Και εκαμεν ουτως ο Μωυσης ενωπιον των πρεσβυτερων του Ισραηλ.

7 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου Μασσα, και Μεριβα, δια την λοιδοριαν των υιων Ιαραηλ, και διοτι επειρασαν τον Κυριον, λεγοντες, Ειναι ο Κυριος μεταξυ ημων η ουχι;

8 Τοτε ηλθεν ο Αμαληκ και επολεμησε με τον Ισραηλ εν Ραφιδειν.

9 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ιησουν, Εκλεξον εις ημας ανδρας και εξελθων πολεμησον με τον Αμαληκ· αυριον εγω θελω σταθη επι της κορυφης του βουνου, κρατων εν τη χειρι μου την ραβδον του Θεου.

10 Και εκαμεν ο Ιησους καθως ειπε προς αυτον ο Μωυσης και επολεμησε με τον Αμαληκ· ο δε Μωυσης, ο Ααρων και ο Ωρ ανεβησαν επι την κορυφην του βουνου.

11 Και οποτε ο Μωυσης υψονε την χειρα αυτου, ενικα ο Ισραηλ· οποτε δε κατεβιβαζε την χειρα αυτου, ενικα ο Αμαληκ.

12 Αι χειρες δε του Μωυσεως ησαν βεβαρημεναι· οθεν λαβοντες λιθον, εθεσαν υποκατω αυτου και εκαθισεν επ' αυτου· ο δε Ααρων και ο Ωρ, εις εκ του ενος μερους και εις εκ του αλλου, υπεστηριζον τας χειρας αυτου· και αι χειρες αυτου εμενον εστηριγμεναι μεχρι δυσεως ηλιου.

13 Και κατεστρεψεν ο Ιησους τον Αμαληκ και τον λαον αυτου, εν στοματι μαχαιρας.

14 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Γραψον τουτο εν βιβλιω προς μνημοσυνον, και παραδος εις τα ωτα του Ιησου· οτι θελω εξαλειψει εξαπαντος την μνημην του Αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον.

15 Και ωκοδομησεν εκει ο Μωυσης θυσιαστηριον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεοβα-Νισσι·

16 και ειπεν, Επειδη χειρ υψωθη κατα του θρονου του Κυριου, θελει εισθαι πολεμος του Κυριου προς τον Αμαληκ απο γενεας εις γενεαν.

   

Bible

 

Εξοδος πλήθους 27:1

Studie

       

1 Και θελεις καμει θυσιαστηριον εκ ξυλου σιττιμ, πεντε πηχων το μηκος και πεντε πηχων το πλατος· τετραγωνον θελει εισθαι το θυσιαστηριον· και το υψος αυτου τριων πηχων·

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 8625

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

8625. 'And he said, Because [Amalek's] hand is against the throne of Jah' means because they wish to do violence to the Lord's spiritual kingdom. This is clear from the meaning of 'hand against someone' as doing violence; and from the meaning of 'the throne of Jah' as the Lord's spiritual kingdom. The reason why 'the throne of Jah' means the Lord's spiritual kingdom is that 'the throne' has reference to the Lord's kingship, and the Lord's spiritual kingdom corresponds to His kingship. There are two offices attributed to the Lord, which are those of priest and king. The celestial kingdom corresponds to His priesthood, and the spiritual kingdom to His kingship; for the Lord is called priest by virtue of His Divine Goodness, and He is called king by virtue of His Divine Truth. The name Christ holds the latter - Divine Truth - within it, and the name Jesus holds Divine Good, see 1728, 2015, 3004, 3009, 6148. 'The throne' has reference to the Lord's kingship, and therefore to His spiritual kingdom; and the same applies to 'Jah'. For what 'the throne' is, see 5313; and for what 'Jah' is, 8267.

As regards the specific thing meant here, that those represented by 'Amalek' - namely hellish genii steeped in falsity arising from interior evil - wish to do violence to the Lord's spiritual kingdom, this has been explained above in 8593, 8622. Those who were steeped in the falsity of this evil could not be kept away from those belonging to the spiritual Church, before the Lord came into the world and made Divine the Human within Him. When He did so they were shut up in hell, from where they cannot ever rise up; and also contact with that Church, effected through influx, was completely taken away. For in respect of the truth of faith a member of the spiritual Church is in obscurity; and he accepts it as the truth because the Church has said it is, not because he perceives it to be the truth. This truth as it resides with them becomes good and consequently composes their conscience. If wicked genii were to flow into that obscurity they would in a thousand ways destroy such conscience; for they go to work not on the truths of faith there but on the actual affections. Wherever they detect any degree of affection for good they instantly pervert it; they do this so secretively that it cannot at all be noticed. They attack the person's fundamental ends in view. In short, their wickedness defies description, though it may be compared to a deadly and imperceptible poison that penetrates right into the marrow of the bones. In the Lord's Divine mercy more will be said from experience about these genii at the ends of chapters. 1

Poznámky pod čarou:

1. This proposal was not fulfilled, but presumably the material mentioned here concerning the hells appeared in the work published a few years later, in 1758, whose English title is Heaven and Hell.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.