IBhayibheli

 

Γένεση 13

Funda

   

1 Ανεβη δε ο Αβραμ εξ Αιγυπτου, αυτος και η γυνη αυτου, και παντα οσα ειχε, και ο Λωτ μετ' αυτου, προς μεσημβριαν.

2 Και ο Αβραμ ητο πλουσιος σφοδρα εις κτηνη, εις αργυριον και εις χρυσιον.

3 Και υπηγεν οδευων απο μεσημβριας εως Βαιθηλ εως του τοπου οπου ητο η σκηνη αυτου το προτερον μεταξυ Βαιθηλ και Γαι·

4 εις τον τοπον του θυσιαστηριου, το οποιον ειχε καμει εκει καταρχας· και επεκαλεσθη εκει ο Αβραμ το ονομα του Κυριου.

5 Και ο Λωτ ακομη, ο συμπορευομενος μετα του Αβραμ, ειχε προβατα και βοας και σκηνας.

6 Και δεν εχωρει αυτους η γη δια να κατοικωσιν ομου· διοτι ησαν τα υπαρχοντα αυτων πολλα, και δεν ηδυναντο να κατοικωσιν ομου.

7 Και συνεβη ερις μεταξυ των ποιμενων των κτηνων του Αβραμ και των ποιμενων των κτηνων του Λωτ· οι δε Χαναναιοι και οι Φερεζαιοι κατωκουν τοτε την γην.

8 Ειπε δε ο Αβραμ προς τον Λωτ, Ας μη ηναι, παρακαλω, ερις μεταξυ εμου και σου και μεταξυ των ποιμενων μου και των ποιμενων σου· διοτι αδελφοι ειμεθα ημεις·

9 δεν ειναι πασα η γη εμπροσθεν σου; διαχωρισθητι λοιπον απ' εμου· εαν συ υπαγης εις τα αριστερα, εγω υπαγω εις τα δεξια· και εαν συ εις τα δεξια, εγω εις τα αριστερα.

10 Και υψωσας ο Λωτ τους οφθαλμους αυτου, ειδε πασαν την περιχωρον του Ιορδανου, οτι εποτιζετο ολη προ του να καταστρεψη ο Κυριος τα Σοδομα και τα Γομορρα, ως παραδεισος του Κυριου, ως η γη της Αιγυπτου, εως να υπαγη τις εις Σηγωρ.

11 Και εκλεξεν εις εαυτον ο Λωτ πασαν την περιχωρον του Ιορδανου· και μετεσκηνωσεν ο Λωτ προς ανατολας, και διεχωρισθησαν ο εις απο του αλλου.

12 Ο μεν Αβραμ κατωκησεν εν τη γη Χανααν· ο δε Λωτ κατωκησε μεταξυ των πολεων της περιχωρου, και εστησε τας σκηνας αυτου εως Σοδομων.

13 Οι δε ανθρωποι των Σοδομων ησαν κακοι και αμαρτωλοι σφοδρα ενωπιον του Κυριου.

14 Και ειπε Κυριος προς τον Αβραμ, αφου διεχωρισθη ο Λωτ απ' αυτου, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε απο του τοπου οπου εισαι, προς αρκτον και μεσημβριαν και ανατολην και δυσιν·

15 διοτι πασαν την γην την οποιαν βλεπεις, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου εως αιωνος·

16 και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της γης· ωστε εαν δυναται τις να εξαριθμηση την αμμον της γης, θελει αριθμηθη και το σπερμα σου.

17 Σηκωθεις διοδευσον την γην εις τε το μηκος αυτης και εις το πλατος αυτης· διοτι εις σε θελω δωσει αυτην.

18 Και εσηκωσε την σκηνην αυτου ο Αβραμ, και ελθων κατωκησε πλησιον των δρυων Μαμβρη, αιτινες ειναι εν Χεβρων, και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον.

   

Okususelwe Emisebenzini kaSwedenborg

 

Arcana Coelestia #3365

Funda lesi Sigaba

  
Yiya esigabeni / 10837  
  

3365. 'And Isaac went to Abimelech the king of the Philistines, to Gerar' means matters of doctrine concerning faith. This is clear from the representation of 'Isaac' as the Lord as regards the Divine Rational, dealt with in 1893, 2066, 2072, 2083, 2630 - 'Isaac' being the Lord's Divine Rational as regards Divine Good, 3012, 3194, 3210, and also as regards Divine Truth, which is represented by Isaac's marriage to Rebekah, 3012, 3013, 3077, so that 'Isaac' here represents the Lord as regards the Divine Truth joined to the Divine Good of the Rational, since Isaac was accompanied by Rebekah, and she was called his sister; from the representation of 'Abimelech' as the doctrine of faith which has regard to rational concepts, 2504, 2509, 2510, 2533; from the meaning of 'the king of the Philistines' as matters of doctrine - 'the king' in the internal sense being truth that is the truth of doctrine, see 1672, 2015, 2069, and 'the Philistines' the knowledge of cognitions, which are also matters of doctrine, 1197, 1198; and from the meaning of 'Gerar' as faith, 1209, 2504. From these meanings one may see what 'Isaac went to Abimelech the king of the Philistines, to Gerar' means, namely that the Lord is the source of the doctrine of faith which has regard to rational concepts, or what amounts to the same, to matters of doctrine concerning faith.

[2] The expression 'matters of doctrine' is used to describe all those things that constitute doctrine, and insofar as that doctrine is able to be received and to be acknowledged in heaven by angels and on earth by men it is said to have regard to rational concepts. Actually it is the rational that receives and acknowledges them; but the rational is such that it cannot possibly comprehend Divine things, for it is finite, and what is finite cannot comprehend anything of what is Infinite. For this reason Divine truths from the Lord present themselves before the rational by means of appearances. This is why matters of doctrine are no more than the appearances of Divine truth, that is, no more than celestial and spiritual vessels that hold what is Divine within them. And because they hold the Divine, that is, the Lord, within them, they therefore stir a person's affection, and thereby the Lord is joined to angels and to men.

  
Yiya esigabeni / 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.