Bible

 

Γένεση 15

Studie

   

1 Μετα τα πραγματα ταυτα εγεινε λογος Κυριου προς τον Αβραμ εν οραματι, λεγων, Μη φοβου, Αβραμ· εγω ειμαι ο υπερασπιστης σου, ο μισθος σου θελει εισθαι πολυς σφοδρα.

2 Και ειπεν ο Αβραμ, Δεσποτα Κυριε, τι θελεις δωσει εις εμε, ενω εγω απερχομαι ατεκνος, ο δε κληρονομος της οικιας μου ειναι ουτος ο εκ Δαμασκου Ελιεζερ;

3 ειπε προσετι ο Αβραμ, Ιδου, δεν εδωκας εις εμε σπερμα· και ιδου, οικετης μου θελει με κληρονομησει.

4 Και ιδου, λογος Κυριου εγεινε προς αυτον, λεγων, Δεν θελει σε κληρονομησει ουτος· αλλ' εκεινος οστις θελει εξελθει εκ των σπλαγχνων σου, αυτος θελει σε κληρονομησει.

5 Και εφερεν αυτον εξω και ειπεν, Αναβλεψον τωρα εις τον ουρανον και αριθμησον τα αστρα, εαν δυνασαι να εξαριθμησης αυτα· και ειπε προς αυτον, Ουτω θελει εισθαι το σπερμα σου.

6 Και επιστευσεν εις τον Κυριον· και ελογισθη εις αυτον εις δικαιοσυνην.

7 Και ειπε προς αυτον, Εγω ειμαι ο Κυριος οστις σε εξηγαγον εκ της Ουρ των Χαλδαιων, δια να σοι δωσω την γην ταυτην εις κληρονομιαν.

8 Ο δε ειπε, Δεσποτα Κυριε, Ποθεν να γνωρισω οτι θελω κληρονομησει αυτην;

9 Και ειπε προς αυτον, Λαβε μοι δαμαλιν τριων ετων, και αιγα τριων ετων, και κριον τριων ετων, και τρυγονα, και περιστεραν.

10 Και ελαβεν εις αυτον παντα ταυτα, και διεσχισεν αυτα εις το μεσον, και εθεσεν εκαστον τμημα απεναντι του ομοιου αυτου· τα πτηνα ομως δεν διεσχισε.

11 Κατεβησαν δε ορνεα επι τα πτωματα, και ο Αβραμ εδιωξεν αυτα.

12 Περι δε την δυσιν του ηλιου, επεπεσεν εκστασις επι τον Αβραμ· και ιδου, φοβος σκοτεινος μεγας επιπιπτει επ' αυτον.

13 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Αβραμ, Εξευρε βεβαιως οτι το σπερμα σου θελει παροικησει εν γη ουχι εαυτων, και θελουσι δουλωσει αυτους, και θελουσι καταθλιψει αυτους, τετρακοσια ετη·

14 το εθνος ομως, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει· μετα δε ταυτα θελουσιν εξελθει με μεγαλα υπαρχοντα·

15 συ δε θελεις απελθει προς τους πατερας σου εν ειρηνη· θελεις ενταφιασθη εν γηρατι καλω·

16 εν δε τη τεταρτη γενεα θελουσιν επιστρεψει εδω· διοτι ακομη δεν ανεπληρωθη η ανομια των Αμορραιων.

17 Οτε δε ο ηλιος εδυσε και εγεινε πυκνον σκοτος, ιδου, καμινος καπνιζουσα και λαμπας πυρος ητις διεπερασε μεταξυ των διχοτομηματων τουτων.

18 Την ημεραν εκεινην εκαμε διαθηκην ο Κυριος προς τον Αβραμ, λεγων, εις το σπερμα σου εδωκα την γην ταυτην, απο του ποταμου της Αιγυπτου εως του ποταμου του μεγαλου, του ποταμου Ευφρατου·

19 τους Κεναιους, και τους Κενεζαιους, και τους Κεδμωναιους,

20 και τους Χετταιους, και τους Φερεζαιους, και τους Ραφαειμ,

21 και τους Αμορραιους, και τους Χαναναιους, και τους Γεργεσαιους, και τους Ιεβουσαιους.

   

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 1812

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

1812. 'He believed in Jehovah' means the Lord's faith at that time. This is clear from the words themselves, and also from the train of thought in the internal sense, the train of thought being that while He lived in the world the Lord was engaged repeatedly in conflicts brought about by temptations, and was repeatedly victorious. And what is meant here by 'believing in Jehovah' is the truth that the Lord was filled repeatedly with an inmost confidence and faith that, because it was pure love out of which He was fighting for the salvation of the whole human race, He could not but be victorious. From the love out of which anyone fights it is known what his faith is. A person who fights out of any other love than love towards the neighbour and love towards the Lord's kingdom is not fighting out of faith, that is, he does not believe in Jehovah but in that which he loves; for the love itself for which he fights constitutes his faith. Take, for example, one who fights out of the love of becoming the greatest in heaven. He does not believe in Jehovah, but rather in himself, for wishing to become the greatest is wishing to have control over others. Thus he fights for control. It is the same with every other example that may be taken. From the love itself therefore out of which a person fights one may know what his faith is.

[2] The Lord however, in all His conflicts brought about by temptations, never fought out of self-love, that is, for Himself, but for all throughout the universe. He did not fight therefore to become the greatest in heaven, for that is contrary to Divine love. He scarcely did so to become the least. He fought solely so that all others might become something and be saved, as He Himself also declares in Mark,

The two sons of Zebedee said, Grant us to sit in Your glory, one on Your right hand and the other on Your left. Jesus said, Whoever would be great among you must be your minister, and whoever would be first among you must be slave of all. For the Son of Man also came not to be ministered to but to minister, and to give His life 1 as the price of redemption for many. Mark 10:37, 43-45.

This is the love, that is, the faith, out of which the Lord fought, and which is meant by 'believing in Jehovah'.

Poznámky pod čarou:

1. literally, soul

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.