Bible

 

Γένεση 12

Studie

   

1 Ο δε Κυριος ειπε προς τον Αβραμ, Εξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενειας σου, και εκ του οικου του πατρος σου, εις την γην την οποιαν θελω σοι δειξει·

2 και θελω σε καμει εις εθνος μεγα· και θελω σε ευλογησει, και θελω μεγαλυνει το ονομα σου· και θελεις εισθαι εις ευλογιαν·

3 και θελω ευλογησει τους ευλογουντας σε, και τους καταρωμενους σε θελω καταρασθη· και θελουσιν ευλογηθη εν σοι πασαι αι φυλαι της γης.

4 Και υπηγεν ο Αβραμ, καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος· και μετ' αυτου υπηγε και ο Λωτ· ο δε Αβραμ ητο ηλικιας εβδομηκοντα πεντε ετων, οτε εξηλθεν απο Χαρραν.

5 Και ελαβεν ο Αβραμ Σαραν την γυναικα αυτου, και Λωτ τον υιον του αδελφου αυτου, και παντα τα υπαρχοντα αυτων οσα ειχον αποκτησει, και τους ανθρωπους τους οποιους ειχον αποκτησει εν Χαρραν, και εξηλθον δια να υπαγωσιν εις την γην Χανααν· και ηλθον εις την γην Χανααν.

6 Και διεπερασεν ο Αβραμ την γην εκεινην εως του τοπου Συχεμ, εως της δρυος Μορεχ· οι δε Χαναναιοι τοτε κατωκουν εν τη γη ταυτη.

7 Και εφανη ο Κυριος εις τον Αβραμ και ειπεν, Εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην. Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, οστις εφανη εις αυτον.

8 Και εκειθεν μετεβη προς το ορος, το κατα ανατολας της Βαιθηλ, και εστησε την σκηνην αυτου εχων την Βαιθηλ προς δυσμας και την Γαι προς ανατολας· και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου.

9 Και μετεσκηνωσεν ο Αβραμ, οδοιπορων και προχωρων προς μεσημβριαν.

10 Εγεινε δε πεινα εν τη γη ταυτη· και κατεβη ο Αβραμ εις την Αιγυπτον δια να παροικηση εκει· διοτι η πεινα ητο βαρεια εν τη γη.

11 Και οτε επλησιαζε να εισελθη εις την Αιγυπτον, ειπε προς Σαραν την γυναικα αυτου, Ιδου, γνωριζω οτι εισαι γυνη ευειδης·

12 θελει συμβη λοιπον, ωστε καθως σε ιδωσιν οι Αιγυπτιοι, θελουσιν ειπει, Γυνη αυτου ειναι αυτη· και θελουσι φονευσει εμε, σε δε θελουσι φυλαξει ζωσαν.

13 Ειπε λοιπον, οτι εισαι αδελφη μου, δια να γεινη καλον εις εμε εξ αιτιας σου, και να φυλαχθη η ζωη μου δια σε.

14 Και οτε εισηλθεν ο Αβραμ εις την Αιγυπτον, ειδον οι Αιγυπτιοι την γυναικα οτι ητο ωραια σφοδρα.

15 Και οι αρχοντες του Φαραω ειδον αυτην, και επηνεσαν αυτην προς τον Φαραω· και εληφθη η γυνη εις την οικιαν του Φαραω.

16 Τον δε Αβραμ μετεχειρισθησαν καλως δι' αυτην· και ειχε προβατα και βοας και ονους και δουλους και δουλας και ονους θηλυκας και καμηλους.

17 Και επεφερεν ο Κυριος επι τον Φαραω και επι τον οικον αυτου πληγας μεγαλας εξ αιτιας Σαρας της γυναικος του Αβραμ.

18 Εκαλεσε δε ο Φαραω τον Αβραμ, και ειπε, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις εμε; δια τι δεν μ' εφανερωσας οτι αυτη ειναι γυνη σου;

19 δια τι ειπας, Αδελφη μου ειναι αυτη; και ελαβον αυτην εις εμαυτον δια γυναικα· και τωρα, ιδου η γυνη σου· λαβε αυτην, και υπαγε.

20 Και διωρισεν ο Φαραω ανθρωπους εις αυτον· και συμπροεπεμψαν αυτον, και την γυναικα αυτου και παντα οσα ειχε.

   

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 3365

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

3365. 'And Isaac went to Abimelech the king of the Philistines, to Gerar' means matters of doctrine concerning faith. This is clear from the representation of 'Isaac' as the Lord as regards the Divine Rational, dealt with in 1893, 2066, 2072, 2083, 2630 - 'Isaac' being the Lord's Divine Rational as regards Divine Good, 3012, 3194, 3210, and also as regards Divine Truth, which is represented by Isaac's marriage to Rebekah, 3012, 3013, 3077, so that 'Isaac' here represents the Lord as regards the Divine Truth joined to the Divine Good of the Rational, since Isaac was accompanied by Rebekah, and she was called his sister; from the representation of 'Abimelech' as the doctrine of faith which has regard to rational concepts, 2504, 2509, 2510, 2533; from the meaning of 'the king of the Philistines' as matters of doctrine - 'the king' in the internal sense being truth that is the truth of doctrine, see 1672, 2015, 2069, and 'the Philistines' the knowledge of cognitions, which are also matters of doctrine, 1197, 1198; and from the meaning of 'Gerar' as faith, 1209, 2504. From these meanings one may see what 'Isaac went to Abimelech the king of the Philistines, to Gerar' means, namely that the Lord is the source of the doctrine of faith which has regard to rational concepts, or what amounts to the same, to matters of doctrine concerning faith.

[2] The expression 'matters of doctrine' is used to describe all those things that constitute doctrine, and insofar as that doctrine is able to be received and to be acknowledged in heaven by angels and on earth by men it is said to have regard to rational concepts. Actually it is the rational that receives and acknowledges them; but the rational is such that it cannot possibly comprehend Divine things, for it is finite, and what is finite cannot comprehend anything of what is Infinite. For this reason Divine truths from the Lord present themselves before the rational by means of appearances. This is why matters of doctrine are no more than the appearances of Divine truth, that is, no more than celestial and spiritual vessels that hold what is Divine within them. And because they hold the Divine, that is, the Lord, within them, they therefore stir a person's affection, and thereby the Lord is joined to angels and to men.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.