Bible

 

Δευτερονόμιο 23

Studie

   

1 Ο εχων τα κρυφια αυτου τεθλασμενα η αποκεκομμενα δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.

2 Ο νοθος δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου· εως δεκατης γενεας αυτου δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.

3 Αμμωνιτης και Μωαβιτης δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου· εως δεκατης γενεας αυτων ουδεποτε θελουσιν εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.

4 Διοτι δεν σας προυπηντησαν με αρτον και υδωρ εν τη οδω, οτε εξηρχεσθε εξ Αιγυπτου· και διοτι εμισθωσαν κατα σου τον Βαλααμ τον υιον του Βεωρ εκ Φεθορα της Μεσοποταμιας, δια να σε καταρασθη.

5 Αλλα Κυριος ο Θεος σου δεν ηθελησε να εισακουση του Βαλααμ· αλλα Κυριος ο Θεος σου μετεβαλε την καταραν εις ευλογιαν προς σε, διοτι Κυριος ο Θεος σου σε ηγαπησε.

6 Δεν θελεις ζητησει την ειρηνην αυτων ουδε την ευτυχιαν αυτων πασας τας ημερας σου εις τον αιωνα.

7 Δεν θελεις βδελυττεσθαι τον Ιδουμαιον, διοτι ειναι αδελφος σου· δεν θελεις βδελυττεσθαι τον Αιγυπτιον, διοτι εσταθης ξενος εν τη γη αυτου.

8 Τα παιδια, οσα γεννηθωσιν εξ αυτων, θελουσιν εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου εν τη τριτη γενεα αυτων.

9 Οταν εκστρατευης επι τους εχθρους σου, φυλαττου απο παντος κακου πραγματος.

10 Εαν ηναι εν μεσω σου ανθρωπος, οστις δεν ειναι καθαρος, εκ τινος συμβαντος εις αυτον την νυκτα, θελει εξελθει εξω του στρατοπεδου, δεν θελει εισελθει εντος του στρατοπεδου·

11 και προς την εσπεραν θελει λουσθη εν υδατι και δυνοντος του ηλιου θελει εισελθει εντος του στρατοπεδου.

12 Και θελεις εχει τοπον εξω του στρατοπεδου και θελεις εξελθει εκει εξω·

13 και θελεις εχει πτυαριον μικρον μεταξυ των οπλων σου· και οταν καθησαι εξω, θελεις σκαπτει δι' αυτου, και θελεις στρεψει και σκεπασει το εξερχομενον απο σου.

14 Διοτι Κυριος ο Θεος σου περιπατει εν μεσω του στρατοπεδου σου, δια να σε ελευθερωση και δια να παραδωση τους εχθρους σου εμπροσθεν σου· δια τουτο θελει εισθαι αγιον το στρατοπεδον σου· δια να μη βλεπη ακαθαρσιαν τινα εν σοι, και αποστρεψη απο σου.

15 Δεν θελεις παραδωσει δουλον εις τον κυριον αυτου, οστις κατεφυγεν απο του κυριου αυτου προς σε·

16 μετα σου θελει κατοικει, εν μεσω σου, εις οντινα τοπον εκλεξη, εν μια των πυλων σου οπου αρεσκη εις αυτον· δεν θελεις καταδυναστευσει αυτον.

17 Πορνη δεν θελει υπαρχει εκ των θυγατερων Ισραηλ, ουδε θελει εισθαι κιναιδος εκ των υιων Ισραηλ.

18 Δεν θελεις φερει πληρωμην πορνης ουδε μισθωμα κυνος, εις τον οικον Κυριου του Θεου σου, δι' ουδεμιαν ευχην· διοτι αμφοτερα ταυτα ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.

19 Δεν θελεις δανειζει εις τον αδελφον σου χρηματα επι τοκω, τροφας επι τοκω, ουδεν πραγμα δανειζομενον επι τοκω.

20 Εις τον ξενον δυνασαι να τοκιζης· εις τον αδελφον σου ομως δεν θελεις τοκισει δια να σε ευλογη Κυριος ο Θεος σου εις πασας τας επιχειρησεις σου, επι της γης, εις την οποιαν υπαγεις δια να κληρονομησης αυτην.

21 Οταν ευχηθης ευχην προς Κυριον τον Θεον σου, δεν θελεις βραδυνει να αποδωσης αυτην· διοτι Κυριος ο Θεος σου θελει εξαπαντος εκζητησει αυτην παρα σου, και θελει εισθαι αμαρτια εις σε.

22 Εαν ομως δεν θελης να ευχηθης, δεν θελει εισθαι αμαρτια εις σε.

23 Ο, τι εξελθη εκ των χειλεων σου θελεις φυλαξει, και θελεις εκτελεσει καθ' ον τροπον ευχηθης εις Κυριον τον Θεον σου την αυτοπροαιρετον προσφοραν, την οποιαν υπεσχεθης δια στοματος σου.

24 Οταν εισερχησαι εις τον αμπελωνα του πλησιον σου, δυνασαι να τρωγης σταφυλια κατα την ορεξιν σου, εωσου χορτασθης· εις το αγγειον σου ομως δεν θελεις βαλει.

25 Οταν εισερχησαι εις τα σπαρτα του πλησιον σου, δυνασαι να αποσπας δια της χειρος σου ασταχυα· δρεπανον ομως δεν δυνασαι να βαλης εις τα σπαρτα του πλησιον σου.

   

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 9186

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

9186. He shall pay silver according to the dowry of virgins. That this signifies other truth consenting in its place, is evident from the signification of “silver,” as being truth (see n. 1551, 2954, 5658, 6112, 6914, 6917); from the signification of “paying,” as being substitution in the place of the former, for he who pays a dowry and does not take the virgin gives something else in place of her; and from the signification of “the dowry of virgins,” as being a token of consent to conjunction (of wh ich just above, n. 9184), which token is truth consenting to interior good. For the dowry was fifty pieces of silver given to the father of the girl (Deuteronomy 22:29), and thus denotes truths initiating to full conjunction; for “silver” denotes truth, as shown just above; and “fifty” denotes to the full (n. 2252); here other truths in place of the former, and consenting to good.

[2] How the case is with these truths is clear from what was shown above; to which is to be added what follows, namely, in order that an unlawful conjunction may become lawful, the good which flows in from the Lord through the internal man, must conjoin with itself the truth which enters through the external man, that is, through its hearing. If this truth does not agree with that good, then in place of it there has to be substituted some other truth which does agree; that is, which consents to conjunction.

[3] This might be illustrated by examples; but as the conjunction of good and truth is enveloped in thick darkness on account of the good of love having been removed from the truths of faith, and rejected behind the truths, and almost behind the back, this subject will not become any clearer by examples. In general no one can apprehend the internal sense of the Word, and thus the things of angelic wisdom, unless he knows and understands that each and all things in heaven bear relation to good and truth; and that nothing exists there except from the one of these conjoined with the other. Hence it is that those are in darkness who separate the one from the other, namely, the truth which is of faith from the good which is of charity, as do those who say that a man is saved by faith alone, that is, by the mere confidence which is of faith. As these persons ascribe all things to faith, and nothing to charity, they cannot possibly apprehend anything about those heavenly things which are in the internal sense of the Word; for they are in darkness concerning good, thus also in darkness concerning the conjunction of good and truth; and consequently concerning truth itself, for this is then involved in the same darkness. Hence arise mental wanderings and heresies so many and so great. They who are enlightened in respect to truths, are the few who are in the doctrine, and at the same time in the life, of truth.

[4] Let those who are in faith alone know that all the ideas of thought of the angels who are in the second heaven, and are called spiritual, are from truths which have become goods by life; and that all the ideas of thought of the angels who are in the third heaven, and are called celestial, are from good; and that therefore these latter are in wisdom itself, concerning which, of the Lord’s Divine mercy, wonderful things shall be told elsewhere.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Foundation for the permission to use this translation.