The Bible

 

Ιεζεκιήλ 33

Study

   

1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Υιε ανθρωπου, λαλησον προς τους υιους του λαου σου και ειπε προς αυτους· Οταν επιφερω την ρομφαιαν επι γην τινα και ο λαος της γης λαβη ανθρωπον τινα εκ μεσου αυτου και θεσωσιν αυτον φυλακα εις εαυτους,

3 και αυτος, ιδων την ρομφαιαν επερχομενην επι την γην, σαλπιση εν σαλπιγγι και σημανη εις τον λαον,

4 τοτε οστις ακουση την φωνην της σαλπιγγος και δεν φυλαχθη, εαν η ρομφαια ελθουσα καταλαβη αυτον, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι την κεφαλην αυτου.

5 Ηκουσε την φωνην της σαλπιγγος και δεν εφυλαχθη· το αιμα αυτου θελει εισθαι επ' αυτον. Οστις ομως φυλαχθη, θελει διασωσει την ζωην αυτου.

6 Αλλ' εαν ο φυλαξ, ιδων την ρομφαιαν επερχομενην, δεν σαλπιση εν τη σαλπιγγι και ο λαος δεν φυλαχθη, η δε ρομφαια ελθουσα καταλαβη τινα εξ αυτων, ουτος μεν κατεληφθη δια την ανομιαν αυτου, πλην το αιμα αυτου θελω εκζητησει εκ της χειρος του φυλακος.

7 Και συ, υιε ανθρωπου, εγω σε εθεσα φυλακα επι τον οικον Ισραηλ· ακουσον λοιπον λογον εκ του στοματος μου και νουθετησον αυτους παρ' εμου·

8 Οταν λεγω εις τον ανομον, Ανομε, θελεις εξαπαντος θανατωθη· και συ δεν λαλησης δια να αποτρεψης τον ανομον απο της οδου αυτου, εκεινος μεν ο ανομος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, πλην εκ της χειρος σου θελω εκζητησει το αιμα αυτου.

9 Αλλ' εαν συ αποτρεπης τον ανομον απο της οδου αυτου δια να επιστρεψη απ' αυτης, και δεν επιστρεψη απο της οδου αυτου, εκεινος μεν θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, συ δε ηλευθερωσας την ψυχην σου.

10 Δια τουτο, συ, υιε ανθρωπου, ειπε προς τον οικον Ισραηλ· Ουτω σεις ελαλησατε, λεγοντες, Εαν αι παραβασεις ημων και αι αμαρτιαι ημων ηναι εφ' ημας, και ημεις ειμεθα απωλεσμενοι δι' αυτας, πως θελομεν ζησει;

11 Ειπε προς αυτους· Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν θελω τον θανατον του αμαρτωλου, αλλα να επιστρεψη ο ασεβης απο της οδου αυτου και να ζη· επιστρεψατε, επιστρεψατε απο των οδων υμων των πονηρων· δια τι να αποθανητε, οικος Ισραηλ;

12 Δια τουτο συ, υιε ανθρωπου, ειπε προς τους υιους του λαου σου, Η δικαιοσυνη του δικαιου δεν θελει ελευθερωσει αυτον εν τη ημερα της παραβασεως αυτου, και ο ασεβης δεν θελει πεσει δια την ασεβειαν αυτου, καθ' ην ημεραν επιστρεψη απο της ασεβειας αυτου, και ο δικαιος δεν θελει δυνηθη να ζηση δια την δικαιοσυνην αυτου, καθ' ην ημεραν αμαρτηση.

13 Οταν ειπω προς τον δικαιον οτι θελει εξαπαντος ζησει, και αυτος θαρρων εις την δικαιοσυνην αυτου πραξη αδικιαν, απασα η δικαιοσυνη αυτου δεν θελει μνημονευθη· και εν τη αδικια αυτου την οποιαν επραξεν, εν αυτη θελει αποθανει.

14 Και οταν λεγω προς τον ασεβη, Εξαπαντος θελεις αποθανει, ο δε επιστρεψας απο της αμαρτιας αυτου πραξη κρισιν και δικαιοσυνην,

15 αποδωση το ενεχυρον ο ασεβης, επιστρεψη το ηρπαγμενον, περιπατη εν τοις διαταγμασι της ζωης μη πραττων αδικιαν, θελει εξαπαντος ζησει, δεν θελει αποθανει·

16 πασαι αι αμαρτιαι αυτου, τας οποιας ημαρτησε, δεν θελουσι πλεον μνημονευθη εις αυτον· εκαμε κρισιν και δικαιοσυνην· θελει εξαπαντος ζησει.

17 Οι υιοι ομως του λαου σου λεγουσιν, Η οδος του Κυριου δεν ειναι ευθεια. Αλλα τουτων αυτων η οδος δεν ειναι ευθεια.

18 Οταν ο δικαιος επιστρεψη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη αδικιαν, δια τουτο μαλιστα θελει αποθανει.

19 Και οταν ο ανομος επιστρεψη απο της ανομιας αυτου και πραξη κρισιν και δικαιοσυνην, αυτος θελει ζησει δια τουτο.

20 Σεις ομως λεγετε, Η οδος του Κυριου δεν ειναι ευθεια· οικος Ισραηλ, θελω σας κρινει εκαστον κατα τας οδους αυτου.

21 Και εν τω δωδεκατω ετει της αιχμαλωσιας ημων, τω δεκατω μηνι, τη πεμπτη του μηνος, ηλθε προς εμε διασεσωσμενος τις εξ Ιερουσαλημ, λεγων, Ηλωθη η πολις.

22 Και η χειρ του Κυριου εσταθη επ' εμε το εσπερας πριν ελθη ο διασεσωσμενος, και ηνοιξε το στομα μου εωσου ηλθε προς εμε το πρωι· και ανοιχθεντος του στοματος μου δεν εσιωπησα πλεον.

23 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

24 Υιε ανθρωπου, οι κατοικουντες εκεινας τας ερημωσεις εν τη γη Ισραηλ λαλουσι, λεγοντες, Εις ητο ο Αβρααμ και εκληρονομησε την γην· ημεις δε ειμεθα πολλοι· εις ημας εδοθη η γη δια κληρονομιαν.

25 Δια τουτο ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· σεις τρωγετε κρεας εν αιματι και σηκονετε τους οφθαλμους σας προς τα ειδωλα σας και χυνετε αιμα, και θελετε κληρονομησει την γην;

26 Σεις στηριζεσθε επι την ρομφαιαν σας, εργαζεσθε βδελυγματα και μιαινετε εκαστος την γυναικα του πλησιον αυτου, και θελετε κληρονομησει την γην;

27 Ειπε ουτω προς αυτους· Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ζω εγω, οι εν ταις ερημωσεσι θελουσιν εξαπαντος πεσει εν μαχαιρα, και τον επι το προσωπον της πεδιαδος, θελω παραδωσει αυτον εις τα θηρια δια να καταφαγωσιν αυτον, οι δε εν τοις φρουριοις και εν τοις σπηλαιοις θελουσιν αποθανει υπο θανατικου.

28 Διοτι θελω παραδωσει εις ολεθρον και ερημωσιν την γην, και η επαρσις της δυναμεως αυτης θελει καταβληθη, και τα ορη του Ισραηλ θελουσιν ερημωθη, ωστε να μη υπαρχη ο διαβαινων.

29 Και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν παραδωσω εις ολεθρον και ερημωσιν την γην, δια παντα τα βδελυγματα αυτων τα οποια επραξαν.

30 Και συ, υιε ανθρωπου, οι υιοι του λαου σου λαλουσιν εναντιον σου παρα τα τειχη και εν ταις θυραις των οικιων, και λαλουσι προς αλληλους, εκαστος προς τον αδελφον αυτου, λεγοντες, Ελθετε λοιπον και ακουσατε τις ο λογος ο εξερχομενος παρα Κυριου.

31 Και ερχονται προς σε, καθως συναγεται ο λαος, και καθηται εμπροσθεν σου ο λαος μου και ακουουσι τους λογους σου, αλλα δεν καμνουσιν αυτους· διοτι εν τω στοματι αυτων δεικνυουσι πολλην αγαπην, η καρδια ομως αυτων υπαγει κατοπιν της αισχροκερδειας αυτων.

32 Και ιδου, συ εισαι προς αυτους ως ερωτικον ασμα ανθρωπου ηδυφωνου και παιζοντος οργανα καλως, διοτι ακουουσι τους λογους σου αλλα δεν καμνουσιν αυτους.

33 Πλην οταν ελθη τουτο, και ιδου, ερχεται, τοτε θελουσι γνωρισει οτι εσταθη προφητης εν μεσω αυτων.

   

From Swedenborg's Works

 

Arcana Coelestia #8711

Study this Passage

  
/ 10837  
  

8711. 'Men of truth hating gain' means because the truths are pure, devoid of any worldly end in view. This is clear from the meaning of 'men of truth' as pure truths (the reason why 'men of truth' are pure truths is that 'men' means truths, 3134, 5502, and 'truth' means faith, 3121, so that 'men of truth' means the truths of faith, that is, pure truths); and from the meaning of 'hating gain' as detesting the convincing false impressions which falsity and evil create, since 'hating' means detesting and 'gain' falsity and evil that are able to convince people and draw them away from truth and goodness. In general 'gain' means all falsity arising from evil that perverts mental judgements; and since this happens to those with the world as their end in view, men 'hating gain' also means those devoid of any worldly end in view. The fact that 'gain' means all falsity arising from evil that perverts mental judgements and draws a person away from truth and goodness may become clear to anyone who stops to reflect. 'Gain' in this sense is mentioned quite a number of times in the Word, such as in Isaiah 33:15; 56:11; 57:17; Jeremiah 6:13; 8:10; 22:17; Ezekiel 22:27; 33:31; and David, Psalms 119:36.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.