Die Bibel

 

Γένεση 13

Lernen

   

1 Ανεβη δε ο Αβραμ εξ Αιγυπτου, αυτος και η γυνη αυτου, και παντα οσα ειχε, και ο Λωτ μετ' αυτου, προς μεσημβριαν.

2 Και ο Αβραμ ητο πλουσιος σφοδρα εις κτηνη, εις αργυριον και εις χρυσιον.

3 Και υπηγεν οδευων απο μεσημβριας εως Βαιθηλ εως του τοπου οπου ητο η σκηνη αυτου το προτερον μεταξυ Βαιθηλ και Γαι·

4 εις τον τοπον του θυσιαστηριου, το οποιον ειχε καμει εκει καταρχας· και επεκαλεσθη εκει ο Αβραμ το ονομα του Κυριου.

5 Και ο Λωτ ακομη, ο συμπορευομενος μετα του Αβραμ, ειχε προβατα και βοας και σκηνας.

6 Και δεν εχωρει αυτους η γη δια να κατοικωσιν ομου· διοτι ησαν τα υπαρχοντα αυτων πολλα, και δεν ηδυναντο να κατοικωσιν ομου.

7 Και συνεβη ερις μεταξυ των ποιμενων των κτηνων του Αβραμ και των ποιμενων των κτηνων του Λωτ· οι δε Χαναναιοι και οι Φερεζαιοι κατωκουν τοτε την γην.

8 Ειπε δε ο Αβραμ προς τον Λωτ, Ας μη ηναι, παρακαλω, ερις μεταξυ εμου και σου και μεταξυ των ποιμενων μου και των ποιμενων σου· διοτι αδελφοι ειμεθα ημεις·

9 δεν ειναι πασα η γη εμπροσθεν σου; διαχωρισθητι λοιπον απ' εμου· εαν συ υπαγης εις τα αριστερα, εγω υπαγω εις τα δεξια· και εαν συ εις τα δεξια, εγω εις τα αριστερα.

10 Και υψωσας ο Λωτ τους οφθαλμους αυτου, ειδε πασαν την περιχωρον του Ιορδανου, οτι εποτιζετο ολη προ του να καταστρεψη ο Κυριος τα Σοδομα και τα Γομορρα, ως παραδεισος του Κυριου, ως η γη της Αιγυπτου, εως να υπαγη τις εις Σηγωρ.

11 Και εκλεξεν εις εαυτον ο Λωτ πασαν την περιχωρον του Ιορδανου· και μετεσκηνωσεν ο Λωτ προς ανατολας, και διεχωρισθησαν ο εις απο του αλλου.

12 Ο μεν Αβραμ κατωκησεν εν τη γη Χανααν· ο δε Λωτ κατωκησε μεταξυ των πολεων της περιχωρου, και εστησε τας σκηνας αυτου εως Σοδομων.

13 Οι δε ανθρωποι των Σοδομων ησαν κακοι και αμαρτωλοι σφοδρα ενωπιον του Κυριου.

14 Και ειπε Κυριος προς τον Αβραμ, αφου διεχωρισθη ο Λωτ απ' αυτου, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε απο του τοπου οπου εισαι, προς αρκτον και μεσημβριαν και ανατολην και δυσιν·

15 διοτι πασαν την γην την οποιαν βλεπεις, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου εως αιωνος·

16 και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της γης· ωστε εαν δυναται τις να εξαριθμηση την αμμον της γης, θελει αριθμηθη και το σπερμα σου.

17 Σηκωθεις διοδευσον την γην εις τε το μηκος αυτης και εις το πλατος αυτης· διοτι εις σε θελω δωσει αυτην.

18 Και εσηκωσε την σκηνην αυτου ο Αβραμ, και ελθων κατωκησε πλησιον των δρυων Μαμβρη, αιτινες ειναι εν Χεβρων, και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον.

   

Aus Swedenborgs Werken

 

Arcana Coelestia #1602

studieren Sie diesen Abschnitt

  
/ 10837  
  

1602. That 'Jehovah said to Abram' means that Jehovah so spoke to the Lord becomes clear from the internal sense of the Word, in which the Lord is meant by 'Abram', and also from the very state that was His at that time and which is also described here, that is to say, a state in which external things that obstructed were removed. This is what is meant by the statement 'after Lot had been separated from him'. The Lord was Divine as regards His Internal Man because He was begotten from Jehovah, and so when there was no obstruction on the part of the External Man, He consequently saw all things to come. The reason this then seemed to be 'Jehovah saying' is that it took place in the presence of the External Man. As regards the Internal Man He was One with Jehovah, as the Lord Himself teaches in John,

Philip said, Show us the Father. Jesus said to him, Have I been with you so long and yet you do not know Me, Philip? He who sees Me sees the Father So why do you say, Show us the Father? Do you not believe that I am in the Father and the Father in Me? Believe Me, that I am in the Father and the Father in Me. John 14:6, 8-11.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.