Bible

 

Zephaniah 3

Studie

   

1 Ουαι η παραδεδειγματισμενη και μεμολυσμενη· η πολις η καταθλιβουσα

2 Δεν υπηκουσεν εις την φωνην· δεν εδεχθη διορθωσιν· δεν ηλπισεν επι τον Κυριον· δεν επλησιασεν εις τον Θεον αυτης.

3 Οι αρχοντες αυτης ειναι εν αυτη λεοντες ωρυομενοι· οι κριται αυτης λυκοι της εσπερας· δεν αφινουσιν ουδεν δια το πρωι.

4 Οι προφηται αυτης ειναι προπετεις, ανθρωποι δολιοι· οι ιερεις αυτης εβεβηλωσαν το αγιαστηριον, ηθετησαν τον νομον.

5 Ο Κυριος ειναι δικαιος εν μεσω αυτης· δεν θελει καμει αδικιαν· κατα πασαν πρωιαν φερει την κρισιν αυτου εις φως, δεν απολειπει· αλλ' ο διεφθαρμενος δεν γνωριζει αισχυνην.

6 Εξωλοθρευσα εθνη· οι πυργοι αυτων ειναι ηρημωμενοι· ηρημωσα τας οδους αυτων, ωστε να μη υπαρχη διαβαινων· αι πολεις αυτων ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ουδεις κατοικων.

7 Ειπα, Βεβαιως ηθελες με φοβηθη, ηθελες δεχθη παιδειαν, και η κατοικια αυτης δεν ηθελεν εξολοθρευθη, οσον και αν ετιμωρουν αυτην· πλην αυτοι εσπευσαν να διαφθειρωσι πασας τας πραξεις αυτων.

8 Δια τουτο προσμενετε με, λεγει Κυριος, μεχρι της ημερας καθ' ην εγειρομαι προς λεηλασιαν· διοτι η αποφασις μου ειναι να συναξω τα εθνη, να συναθροισω τα βασιλεια, να εκχεω επ' αυτα την αγανακτησιν μου, ολην την εξαψιν της οργης μου· επειδη πασα η γη θελει καταναλωθη υπο του πυρος του ζηλου μου.

9 Διοτι τοτε θελω αποκαταστησει εις τους λαους γλωσσαν καθαραν, δια να επικαλωνται παντες το ονομα του Κυριου, να δουλευωσιν αυτον υπο ενα ζυγον.

10 Απο του περαν των ποταμων της Αιθιοπιας οι ικεται μου, η θυγατηρ των διεσπαρμενων μου, θελουσι φερει την προσφοραν μου.

11 Εν τη ημερα εκεινη δεν θελεις αισχυνεσθαι δια πασας τας πραξεις σου, δι' ων ηνομησας εναντιον μου· διοτι τοτε θελω αφαιρεσει εκ μεσου σου τους καυχωμενους εις την μεγαλοπρεπειαν σου, και δεν θελεις πλεον μεγαλαυχει κατα του ορους του αγιου μου.

12 Και θελω αφησει εν μεσω σου λαον τεθλιμμενον και πτωχον, και ουτοι θελουσιν ελπιζει επι το ονομα του Κυριου.

13 Το υπολοιπον του Ισραηλ δεν θελει πραξει ανομιαν ουδε λαλησει ψευδη, ουδε θελει ευρεθη εν τω στοματι αυτων γλωσσα δολια· διοτι αυτοι θελουσι βοσκει και πλαγιαζει, και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.

14 Ψαλλε, θυγατερ Σιων· αλαλαξατε, Ισραηλ· τερπου και ευφραινου εξ ολης καρδιας, θυγατερ Ιερουσαλημ.

15 Αφηρεσεν ο Κυριος τας κρισεις σου, απεστρεψε τον εχθρον σου· βασιλευς του Ισραηλ ειναι ο Κυριος εν μεσω σου· δεν θελεις πλεον ιδει κακον.

16 Εν τη ημερα εκεινη θελει λεχθη προς την Ιερουσαλημ, Μη φοβου· Σιων, ας μη εκλυωνται αι χειρες σου.

17 Κυριος ο Θεος σου, ο εν μεσω σου, ο δυνατος, θελει σε σωσει, θελει ευφρανθη επι σε εν χαρα, θελει αναπαυεσθαι εις την αγαπην αυτου, θελει ευφραινεσθαι εις σε εν ασμασι.

18 Θελω συναξει τους λελυπημενους δια τας επισημους εορτας, τους οντας απο σου, εις τους οποιους ητο βαρος ο ονειδισμος.

19 Ιδου, εν τω καιρω εκεινω θελω αφανισει παντας τους καταθλιβοντας σε· και θελω σωσει την χωλαινουσαν και συναξει την εξωσμενην· και θελω καταστησει αυτους επαινον και δοξαν εν παντι τοπω της αισχυνης αυτων.

20 Εν τω καιρω εκεινω θελω σας φερει και εν τω καιρω εκεινω θελω σας συναξει· διοτι θελω σας καμει ονομαστους και επαινετους μεταξυ παντων των λαων της γης, οταν εγω αποστρεψω την αιχμαλωσιαν σας εμπροσθεν των οφθαλμων σας, λεγει Κυριος.

   

Ze Swedenborgových děl

 

Arcana Coelestia # 3134

Prostudujte si tuto pasáž

  
/ 10837  
  

3134. 'Who said, Thus the man spoke to me' means the leanings of truth in the natural man. This likewise is clear from the affection that occurs here, and also from what the man, or Abraham's servant, said to Rebekah, from which it is evident that the leanings of truth are meant; and from the meaning of 'the man' as truth, dealt with in 265, 749, 1007, here truth within the natural man and coming from the Divine, as he is Abraham's oldest servant, who means the natural man, see 3019. In the prophetical part of the Word especially 'man' (vir) is a word that occurs often - in the expressions 'man and wife', 'man and woman', 'man and inhabitant', and also 'man and human being' (vir et homo). In those expressions 'man' in the internal sense means that which belongs to the understanding, which is truth, while 'wife', 'woman', 'inhabitant', and 'human being' mean that which belongs to the will, which is good. As in Isaiah,

I look, and there is no man, and from these there is no counsellor. Isaiah 41:28.

'No man' stands for no one having intelligence, and so for no truth.

[2] In the same prophet,

I came, and there was no man; I called and no one answered. Isaiah 50:2.

Here the meaning is the same. In the same prophet,

Truth has stumbled in the street, and uprightness has been unable to come in, and truth has been removed, and he who retreats from evil is insane. Jehovah saw, and it was evil in His eyes that there was no judgement. And He saw, and there was no man, and wondered. Isaiah 59:14-16.

'No man' clearly stands for no one having intelligence, and so in the universal sense for no truth. These verses in Isaiah refer to the final period of the Church when no truth at all exists any longer. Hence the statement 'truth has stumbled in the street, uprightness cannot come in, and truth has been removed'. 'The street' too has reference to truth, see 2336, as does 'judgement', 2235. In Jeremiah,

Run to and fro through the streets of Jerusalem and see now, and take note, and search in its broad places, if you find a man, if anyone is executing judgement and seeking truth. Jeremiah 5:1.

Here also 'a man' clearly stands for one having intelligence, and for truth. In Zephaniah,

I will make their streets desolate with none passing through; their cities will be devastated, with not a man and not an inhabitant there. Zephaniah 3:6.

'Not a man' stands for no truth, 'not an inhabitant' for no good, 2268, 2451, 2712. The same occurs in many other places besides these.

  
/ 10837  
  

Thanks to the Swedenborg Society for the permission to use this translation.